-
1 избегать
избегать 1ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•-ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.
1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.избегать 2ρ.δ.1. αποφεύγγώ•он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•
они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•
избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω•избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•
опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.
-
2 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
3 огласка
оглас||каж ἡ δημοσιότητα [-ης]:предавать \огласкаке γνωστοποιώ, δίνω σέ δημοσιότητα· избегать \огласкаки ἀποφεύγω τήν δημοσιότητα -
4 огласка
-и θ.1. κοινολόγηση, ανακοίνωση• κοινοποίηση• δημοσιότητα•огласка тайны κοινολόγηση μυστικών•
предать -е βλ. огласить (2 σημ.)•
получить -у διαδίδομαι, διαλαλούμαι•
избегать -и αποφεύγω την κοινολόγηση, τη δημοσιότητα.